καρποφορεῖ

καρποφορεῖ
καρποφορέω
bear fruit
pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
καρποφορέω
bear fruit
pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καρποφόρει — καρποφορέω bear fruit pres imperat act 2nd sg (attic epic) καρποφορέω bear fruit imperf ind act 3rd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εφτάκοιλος — και εφτάκυλος, η, ο 1. αυτός που καρπίζει, που καρποφορεί επτά φορές τον χρόνο 2. πολύ γόνιμος 3. το ουδ. ως ουσ. το εφτάκοιλο και εφτακοίλι ποικιλία σταφυλιού ή κλήματος που καρποφορεί περισσότερο από μια φορά τον χρόνο (εφτά φορές, κατά τη… …   Dictionary of Greek

  • плодити — ПЛО|ДИТИ (19), ЖОУ, ДИТЬ гл. 1.Плодоносить: прѧшетьсѧ землѧ с моремь… азъ ѥсмь раи плодѧщi. имѹща чветца араматы. ты же вѣтры нестроѥны˫а. ПрЛ 1282, 119в; i ѿ рода иѡсiфова людьѥ… быша въ ˫азыкъ. великъ по осии. виноградъ плодѧщь. (εὐκληματοῦσα)… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • плодоносити — ПЛОДОНО|СИТИ (1*), ШОУ, СИТЬ гл. Приносить плоды. Образн.: и ѥдва начаткы г(с)ви жатва наша плодоноси(т). (καρποφορεῖ) ГБ к. XIV, 116в …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • плодотворьѥ — ПЛОДОТВОРЬ|Ѥ (1*), ˫А с. То же, что плодотвореньѥ: иже ѿ неправды пло(д). противно плодотворь˫а естьство. (καρποφορεῖ) ПНЧ к. XIV, 102б …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • άσπερμος — η, ο (Α ἄσπερμος, ον) (για φυτά) αυτός που δεν παράγει σπέρμα ή που παράγει καρπούς χωρίς σπόρους («ἄσπερμον γένος», Θεόφρ. «άσπερμος σταφιδάμπελος») νεοελλ. χωρίς σπέρμα («άσπερμα αβγά» αυτά που δεν έχουν γονιμοποιηθεί) αρχ. 1. χωρίς σπέρμα,… …   Dictionary of Greek

  • αείκαρπος — ἀείκαρπος, ον (Α) αυτός που διαρκώς καρποφορεί, παράγει καρπούς …   Dictionary of Greek

  • ακάρπιστος — η, ο (Α ἀκάρπιστος, ον) [καρπίζω] ο άκαρπος, ο άγονος νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει καρπίσει ακόμη, που δεν έχει αρχίσει να καρποφορεί 2. ο ανώφελος, εκείνος που δεν προσφέρει τίποτε …   Dictionary of Greek

  • ακαμάτης — Ένα από τα πέντε μικρά νησιά που βρίσκονται μπροστά στο λιμάνι του Γαυρίου, της Άνδρου. Με το όνομα αυτό είναι γνωστό και ένα από τα τρία ακρωτήρια, στα οποία τελειώνει προς Α η ακτή του νότιου τμήματος της Άνδρου. Τα άλλα δύο λέγονται Άγιος… …   Dictionary of Greek

  • ακρόκαρπος — η, ο (Α ἀκρόκαρπος, ον) (για δέντρα) αυτός που καρποφορεί στην κορυφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + καρπός η λ. πέρασε και στην ξεν. βοτανική ορολογία, πρβλ. αγγλ. acrocarpous] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”